- προσάρμοση
- η, Νπροσαρμογή, σύνδεση ή στερέωση δύο ή περισσότερων αντικειμένων, όπως λ.χ. εξαρτημάτων μηχανής.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσαρμόζω. Η λ., στον λόγιο τ. η προσάρμοσις, μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσαρμόσῃ — προσαρμόζω fit to aor subj mid 2nd sg προσαρμόζω fit to aor subj act 3rd sg προσαρμόζω fit to fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)